- αχύλωτος
- -η, -οαυτός που δε χύλωσε: Η φασολάδα σήμερα είναι αχύλωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχύλωτος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο … Dictionary of Greek
ἀχύλωτον — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem acc sg ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχυλώτων — ἀχύλωτος not converted into chyle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλωτα — ἀχύλωτος not converted into chyle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)